αγαθάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαθάρχης < μεσαιωνική ελληνική, αγαθός + -άρχης < άρχω
Επίθετο
επεξεργασίααγαθάρχης αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (θρησκεία) προσηγορία του Θεού ως πηγή αγαθών
Παράγωγα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- η προσηγορία αυτή αναφέρεται από τον Θεόδωρο Λάσκαρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαθάρχης
|