αγαθαρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαθαρχία < μεσαιωνική ελληνική αγαθάρχης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαθαρχία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (θρησκεία) ιδιότητα του Θεού ως πηγή αγαθών
- ※ Η θεία Χάρη υποδηλώνεται με πλήθος ονομάτων, που εκφράζουν ένα οντολογικό περιεχόμενο. Έτσι, η θεία Χάρη ονομάζεται και είναι το «άκτιστον φως», η «θέωσις», η «αγαθαρχία», η «αυτοαγαθότης», η «αυτοθεότης», η «αυτοθέωσις». Είναι, τέλος, η «δόξα», η «λαμπρότης» και η «βασιλεία» του Θεού. Όλα όμως αυτά τα ονόματα, που προσδίδονται στη θεία Χάρη, δηλώνουν απλώς μερικές εκφάνσεις της χωρίς ποτέ να εξαντλούν και το περιεχόμενό της, το οποίο παραμένει ουσιαστικά ανώνυμο (Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης, Η οντολογία της θεοποιού Χάριτος κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαθαρχία
|