ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θέωσῐς αἱ θεώσεις
      γενική τῆς θεώσεως τῶν θεώσεων
      δοτική τῇ θεώσει ταῖς θεώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θέωσῐν τὰς θεώσεις
     κλητική ! θέωσῐ θεώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεώσει
γεν-δοτ τοῖν  θεωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θέωσις < θεόω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: θέωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θέωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)