θέωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θέωσῐς | αἱ | θεώσεις | ||||
γενική | τῆς | θεώσεως | τῶν | θεώσεων | ||||
δοτική | τῇ | θεώσει | ταῖς | θεώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | θέωσῐν | τὰς | θεώσεις | ||||
κλητική ὦ! | θέωσῐ | θεώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θεωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θέωσις < θεόω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: θέωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθέωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- θέωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.