θεοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεοποίηση | οι | θεοποιήσεις |
γενική | της | θεοποίησης* | των | θεοποιήσεων |
αιτιατική | τη | θεοποίηση | τις | θεοποιήσεις |
κλητική | θεοποίηση | θεοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοποίηση < θεοποιώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θεοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοποίηση