Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοποιώ < θεο- (Θεός) + ποιώ

θεοποιώ, αόρ.: θεοποίησα, παθ.φωνή: θεοποιούμαι, π.πρτ.: θεοποιούμουν/θεοποιόμουν, π.αόρ.: θεοποιήθηκα, μτχ.π.π.: θεοποιημένος

  1. αποδίδω σε κάποιον άνθρωπο θεϊκές ιδιότητες, του αποδίδω λατρεία όπως σε Θεό
  2. υπερεκτιμώ κάποιον, τον θεωρώ κατά πολύ καλύτερο από ό,τι πραγματικά είναι

Παθητικός παρατατικός: θεοποιούμουν & θεοποιόμουν.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία