Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος θεοποιώ

θεοποιούμαι, π.πρτ.: θεοποιούμουν/θεοποιόμουν, π.αόρ.: θεοποιήθηκα, μτχ.π.π.: θεοποιημένος, (ενεργ.: θεοποιώ)

Παθητικός παρατατικός: θεοποιούμουν & θεοποιόμουν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία