Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θεοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεοποιώ
  2. θα θεοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

θεοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θεοποίηση