αποθέωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποθέωση | οι | αποθεώσεις |
γενική | της | αποθέωσης* | των | αποθεώσεων |
αιτιατική | την | αποθέωση | τις | αποθεώσεις |
κλητική | αποθέωση | αποθεώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποθεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποθέωση < (ελληνιστική κοινή) ἀποθέωσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική apothéose)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποθέωση θηλυκό
- ενθουσιώδης αναγνώριση, θαυμασμός και έπαινος προς κάποιον ή κάτι
- θεοποίηση
- (μεταφορικά) το σημαντικότερο, η κορύφωση
- η εμφάνιση (με θεαματικό τρόπο) ενός θιάσου στη σκηνή, λίγο πριν ή μετά το τέλος μιας θεατρικής παράστασης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποθέωση