Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Η αποθέωση του Ομήρου σε πίνακα του Dominique Ingres. Μουσείο του Λούβρου.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποθέωση οι αποθεώσεις
      γενική της αποθέωσης* των αποθεώσεων
    αιτιατική την αποθέωση τις αποθεώσεις
     κλητική αποθέωση αποθεώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποθεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθέωση < (ελληνιστική κοινήἀποθέωσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική apothéose)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποθέωση θηλυκό

  1. ενθουσιώδης αναγνώριση, θαυμασμός και έπαινος προς κάποιον ή κάτι
  2. θεοποίηση
  3. (μεταφορικά) το σημαντικότερο, η κορύφωση
  4. η εμφάνιση (με θεαματικό τρόπο) ενός θιάσου στη σκηνή, λίγο πριν ή μετά το τέλος μιας θεατρικής παράστασης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία