↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η θέωση
      γενική της θέωσης*
    αιτιατική τη θέωση
     κλητική θέωση
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θέωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θέω(σις) + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θέωση θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία