θέωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θέωση | ||
γενική | της | θέωσης* | ||
αιτιατική | τη | θέωση | ||
κλητική | θέωση | |||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θέωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θέω(σις) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθέωση θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (φιλοσοφία, χριστιανισμός) η ένωση του ανθρώπου με το Θεό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- θέωση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θέωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- θέωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας