αγγελοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγγελοειδής | η | αγγελοειδής | το | αγγελοειδές |
γενική | του | αγγελοειδούς* | της | αγγελοειδούς | του | αγγελοειδούς |
αιτιατική | τον | αγγελοειδή | την | αγγελοειδή | το | αγγελοειδές |
κλητική | αγγελοειδή(ς) | αγγελοειδής | αγγελοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγγελοειδείς | οι | αγγελοειδείς | τα | αγγελοειδή |
γενική | των | αγγελοειδών | των | αγγελοειδών | των | αγγελοειδών |
αιτιατική | τους | αγγελοειδείς | τις | αγγελοειδείς | τα | αγγελοειδή |
κλητική | αγγελοειδείς | αγγελοειδείς | αγγελοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγγελοειδής, -ής, -ές
- Αυτός που ομοιάζει με άγγελο.
- ⮡ Ήκουσεν αγγελοειδή φωνήν και ουράνιον μελωδίαν.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγελοειδής