άβαφτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβαφτος | η | άβαφτη | το | άβαφτο |
γενική | του | άβαφτου | της | άβαφτης | του | άβαφτου |
αιτιατική | τον | άβαφτο | την | άβαφτη | το | άβαφτο |
κλητική | άβαφτε | άβαφτη | άβαφτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβαφτοι | οι | άβαφτες | τα | άβαφτα |
γενική | των | άβαφτων | των | άβαφτων | των | άβαφτων |
αιτιατική | τους | άβαφτους | τις | άβαφτες | τα | άβαφτα |
κλητική | άβαφτοι | άβαφτες | άβαφτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άβαφτος < ελληνιστική κοινή ἄβαπτος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.va.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βα‐φτος
Επίθετο
επεξεργασίαάβαφτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του άβαφος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άβαφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- άβαφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)