Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄβαπτος < α- στερητικό και βάπτω)

  Επίθετο επεξεργασία

ἄβαπτος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει χρωματιστεί, ο άβαφος
  2. ειδικότερα για μέταλλα: αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμα σε νερό για να γίνει σκληρότερος