ἄβαπτος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἄβαπτος, -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει χρωματιστεί, ο άβαφος
- ειδικότερα για μέταλλα: αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμα σε νερό για να γίνει σκληρότερος
ἄβαπτος, -ος, -ον