↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβανταδόρικος η αβανταδόρικη το αβανταδόρικο
      γενική του αβανταδόρικου της αβανταδόρικης του αβανταδόρικου
    αιτιατική τον αβανταδόρικο την αβανταδόρικη το αβανταδόρικο
     κλητική αβανταδόρικε αβανταδόρικη αβανταδόρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβανταδόρικοι οι αβανταδόρικες τα αβανταδόρικα
      γενική των αβανταδόρικων των αβανταδόρικων των αβανταδόρικων
    αιτιατική τους αβανταδόρικους τις αβανταδόρικες τα αβανταδόρικα
     κλητική αβανταδόρικοι αβανταδόρικες αβανταδόρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβανταδόρικος < αβανταδόρ(ος) + -ικος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.van.daˈðo.ɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐ντα‐δό‐ρι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβανταδόρικος, -η, -ο

  • αυτός που ταιριάζει σε αβανταδόρο ή είναι προς όφελος κάποιου
    ※  Όσο αβανταδόρικος είναι ο ρόλος του κυβερνητικού εκπροσώπου, μιας και σου προμηθεύει καθημερινή δημοσιότητα, άλλο τόσο καταστροφικός μπορεί να αποδειχτεί.
    Παντελής Μπουκάλας, Υποθέσεις, Η Καθημερινή, 8 Φεβρουαρίου 2009

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία