αβανταδόρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβανταδόρικος < αβανταδόρ(ος) + -ικος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.van.daˈðo.ɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐ντα‐δό‐ρι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίααβανταδόρικος, -η, -ο
- αυτός που ταιριάζει σε αβανταδόρο ή είναι προς όφελος κάποιου
- ※ Όσο αβανταδόρικος είναι ο ρόλος του κυβερνητικού εκπροσώπου, μιας και σου προμηθεύει καθημερινή δημοσιότητα, άλλο τόσο καταστροφικός μπορεί να αποδειχτεί.
- Παντελής Μπουκάλας, Υποθέσεις, Η Καθημερινή, 8 Φεβρουαρίου 2009
- ※ Όσο αβανταδόρικος είναι ο ρόλος του κυβερνητικού εκπροσώπου, μιας και σου προμηθεύει καθημερινή δημοσιότητα, άλλο τόσο καταστροφικός μπορεί να αποδειχτεί.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβανταδόρικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβανταδόρικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβανταδόρικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)