αβάδιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααβάδιστος, -η, -ο
- που δεν έχει περπατήσει
- που δεν τον έχουν διαβεί ή δεν μπορούν να τον διαβούν
- ≈ συνώνυμα: άβατος, αδιάβατος, απερπάτητος, απρόσβατος, απάτητος
- ≠ αντώνυμα: βατός, διαβατός, βαδισμένος, ευκολοπέραστος, περπατητός
- Όταν το τατουάζ σήμαινε το διαφορετικό, το άλλο, το ξένο και το άπιστο, ήταν ντροπή για τους άλλους, αποτελούσε βασανιστικό μικροέπαινο και αβάδιστο μονοπάτι για τον/τη δερματόστικτο/η. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίααβάδιστος
- αγγλικά : untrodden, inaccesible, impassable
- ισπανικά : intransitable