απερπάτητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απερπάτητος < μεσαιωνική ελληνική απερπάτητος < α- + περπατώ
Επίθετο
επεξεργασίααπερπάτητος, -η, -ο
- που δεν έχει περπατηθεί ή δεν μπορεί να περπατηθεί
- (μεταφορικά) αδιάβατος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απερπάτητος
|