Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περπατημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περπατημέν
ος
η
περπατημέν
η
το
περπατημέν
ο
γενική
του
περπατημέν
ου
της
περπατημέν
ης
του
περπατημέν
ου
αιτιατική
τον
περπατημέν
ο
την
περπατημέν
η
το
περπατημέν
ο
κλητική
περπατημέν
ε
περπατημέν
η
περπατημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περπατημέν
οι
οι
περπατημέν
ες
τα
περπατημέν
α
γενική
των
περπατημέν
ων
των
περπατημέν
ων
των
περπατημέν
ων
αιτιατική
τους
περπατημέν
ους
τις
περπατημέν
ες
τα
περπατημέν
α
κλητική
περπατημέν
οι
περπατημέν
ες
περπατημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περπατημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
περπατώ
Μετοχή
επεξεργασία
περπατημένος -η -ο
→
δείτε
τη λέξη
περπατώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περπατημένος
αγγλικά
:
well-travelled
(en)