αβάδιστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίααβάδιστα
- χωρίς να (μπορεί να) περπατήσει
- χωρίς κόπο
- χωρίς να (μπορούμε να) τον διαβούμε ή τον προσεγγίσουμε
Σημειώσεις
επεξεργασία- πρόκειται για λέξη που ταξινομείται κοντά στην αρχή μιας λίστας, γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην αρχή μικρών αγγελιών, ιδίως ερωτικού περιεχομένου
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβάδιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβάδιστος