Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαθοπρεπής < μεσαιωνική ελληνική, αγαθός + πρέπω

  Επίθετο

επεξεργασία

αγαθοπρεπής, -ης, -ες

  • αυτός που αρμόζει σε αγαθό

  Επίρρημα

επεξεργασία

αγαθοπρεπής, -ες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία