αγγειόσπερμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αγγειόσπερμος, -η, -ο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αγγειόσπερμα
- → δείτε τις λέξεις αγγείο και σπέρμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγειόσπερμος