Αγγειόσπερμα

(Ανακατεύθυνση από αγγειόσπερμα)
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Αγγειόσπερμα
      γενική των Αγγειόσπερμων
Αγγειοσπέρμων
    αιτιατική τα Αγγειόσπερμα
     κλητική Αγγειόσπερμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σχηματική παρουσίαση του αγγειόσπερμου φυτού

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αγγειόσπερμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγειόσπερμος < αγγειό- + σπέρμ(α) + -ος, λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη νεολατινική angiosperma[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟiˈo.speɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αγ‐γει‐ό‐σπερ‐μα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αγγειόσπερμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • ΑγγειόσπερμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)