γυμνόσπερμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυμνόσπερμος < (ελληνιστική κοινή) γυμνόσπερμος < γυμνός + -ο- + σπέρμα + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαγυμνόσπερμος, -η, -ο
- (βοτανική) που τα σπέρματά του δεν βρίσκονται σε αγγεία, σε κάλυκα, αλλά είναι γυμνά, χωρίς περικάρπιο ή κάποια θήκη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- γυμνόσπερμα
- γυμνοσπέρματος
- → δείτε τις λέξεις γυμνός και σπέρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυμνόσπερμος