επίθετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίθετος | η | επίθετη | το | επίθετο |
γενική | του | επίθετου | της | επίθετης | του | επίθετου |
αιτιατική | τον | επίθετο | την | επίθετη | το | επίθετο |
κλητική | επίθετε | επίθετη | επίθετο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίθετοι | οι | επίθετες | τα | επίθετα |
γενική | των | επίθετων | των | επίθετων | των | επίθετων |
αιτιατική | τους | επίθετους | τις | επίθετες | τα | επίθετα |
κλητική | επίθετοι | επίθετες | επίθετα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαεπίθετος < αρχαία ελληνική ἐπίθετος
Επίθετο
επεξεργασίαεπίθετος, -η, -ο
- που τοποθετείται πάνω από κάτι
- στα μελανόμορφα αγγεία συναντάμε και πρόσθετα επίθετα χρώματα, όπως το κίτρινο και το πορφυρό
- για τον όρο της γραμματικής → δείτε τη λέξη επίθετο (στο ουδέτερο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίθετος
|