Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίθετος η επίθετη το επίθετο
      γενική του επίθετου της επίθετης του επίθετου
    αιτιατική τον επίθετο την επίθετη το επίθετο
     κλητική επίθετε επίθετη επίθετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίθετοι οι επίθετες τα επίθετα
      γενική των επίθετων των επίθετων των επίθετων
    αιτιατική τους επίθετους τις επίθετες τα επίθετα
     κλητική επίθετοι επίθετες επίθετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίθετος < αρχαία ελληνική ἐπίθετος

  Επίθετο επεξεργασία

επίθετος, -η, -ο

  1. που τοποθετείται πάνω από κάτι
    στα μελανόμορφα αγγεία συναντάμε και πρόσθετα επίθετα χρώματα, όπως το κίτρινο και το πορφυρό
  2. για τον όρο της γραμματικής → δείτε τη λέξη επίθετο (στο ουδέτερο)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία