νεφεληγερέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεφεληγερέτης < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεφεληγερέτης αρσενικό
- αυτός που συγκεντρώνει τα σύννεφα· τυπικό επίθετο του θεού Δία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφεληγερέτης
|