↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γονοτυπικός η γονοτυπική το γονοτυπικό
      γενική του γονοτυπικού της γονοτυπικής του γονοτυπικού
    αιτιατική τον γονοτυπικό τη γονοτυπική το γονοτυπικό
     κλητική γονοτυπικέ γονοτυπική γονοτυπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γονοτυπικοί οι γονοτυπικές τα γονοτυπικά
      γενική των γονοτυπικών των γονοτυπικών των γονοτυπικών
    αιτιατική τους γονοτυπικούς τις γονοτυπικές τα γονοτυπικά
     κλητική γονοτυπικοί γονοτυπικές γονοτυπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γονοτυπικός < γονότυπος + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

γονοτυπικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία