Ετυμολογία

επεξεργασία
tipa < tip + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική tipa tipaj
αιτιατική tipan tipajn

tipa (eo)

ĝi estas tipa ekzemplo - είναι τυπικό παράδειγμα