Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

formala < formal + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική formala formalaj
αιτιατική formalan formalajn

formala (eo)

la du asocioj havas formalan ligon
τα δύο σωματεία συνδέονται με τυπικό (επίσημο) δεσμό