↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γενικός γραμματέας οι γενικοί γραμματείς
      γενική του γενικού γραμματέα των γενικών γραμματέων
    αιτιατική τον γενικό γραμματέα τους γενικοί γραμματείς
     κλητική γενικέ γραμματέα γενικοί γραμματείς
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γενικός γραμματέας < → δείτε τις λέξεις γενικός και γραμματέας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝe.niˈkos ɣɾa.maˈte.as/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

γενικός γραμματέας αρσενικό

  • αξίωμα ανώτατου βαθμού ενός φορέα, υπηρεσίας ή κόμματος
    ※  Η επιστροφή των γενικών γραμματέων, δηλαδή πολιτικά ορισμένων εκπροσώπων της κυβέρνησης, ως επικεφαλής των αποκεντρωμένων διοικήσεων, με υπουργική τροπολογία, τρία χρόνια μετά τις προηγούμενες και λίγο πριν από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, είναι δύσκολο να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού διαλόγου, πρωτίστως γιατί στερείται σοβαρότητας.
    Ιωαννίδης, Γιάννης (7 Ιουλίου 2022), Από το επιτελικό, στο ταλαίπωρο κράτος, Η Καθημερινή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • γραμματέαςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)