Δείτε επίσης: τόνε

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τονε < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tone/ (προφέρεται άτονο ως μία φωνολογική λέξη μαζί με την προηγούμενη τονισμένη)
τονικό παρώνυμο: τόνε

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας επεξεργασία

τονε αρσενικό (θηλυκό τηνε)

  • (προσωπική αντωνυμία, λαϊκότροπο) ιδιωματική μορφή της αντωνυμίας τον συνήθως όταν προηγείται και ακολουθεί σύμφωνο (αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου ενικού, αρσενικό)
    Πάρ' τον μωρέ από δω, πάρ' τονε σου λέω, γιατί δεν τον αντέχω!
     συνώνυμα: αυτόν

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Αν και δισύλλαβο, δεν έχει τόνο (§12.3.β Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8)