δισύλλαβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δισύλλαβος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δισύλλαβος[1] < (δίς) δι- + -σύλλαβος (συλλαβή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈsi.la.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐σύλ‐λα‐βος
Επίθετο
επεξεργασίαδισύλλαβος, -η, -ο
- (γραμματική) που έχει (ή αποτελείται από) δύο συλλαβές
- (ουσιαστικοποιημένο) το δισύλλαβο: η λέξη που αποτελείται από δύο συλλαβές
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε και τις λέξεις δύο, συλλαβή και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία δισύλλαβος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δισύλλαβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δισύλλαβος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δι- + -σύλλαβος (αρχαία ελληνική συλλαβή)
Επίθετο
επεξεργασίαδισύλλαβος, -ος, -ον
Σύνθετα
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις -σύλλαβος και συλλαβή
Πηγές
επεξεργασία- δισύλλαβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δισύλλαβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.