↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δισύλλαβος η δισύλλαβη το δισύλλαβο
      γενική του δισύλλαβου της δισύλλαβης του δισύλλαβου
    αιτιατική τον δισύλλαβο τη δισύλλαβη το δισύλλαβο
     κλητική δισύλλαβε δισύλλαβη δισύλλαβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δισύλλαβοι οι δισύλλαβες τα δισύλλαβα
      γενική των δισύλλαβων των δισύλλαβων των δισύλλαβων
    αιτιατική τους δισύλλαβους τις δισύλλαβες τα δισύλλαβα
     κλητική δισύλλαβοι δισύλλαβες δισύλλαβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δισύλλαβος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δισύλλαβος[1] < (δίς) δι- + -σύλλαβος (συλλαβή)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈsi.la.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐σύλ‐λα‐βος

  Επίθετο

επεξεργασία

δισύλλαβος, -η, -ο

  1. (γραμματική) που έχει (ή αποτελείται από) δύο συλλαβές
  2. (ουσιαστικοποιημένο) το δισύλλαβο: η λέξη που αποτελείται από δύο συλλαβές

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε και τις λέξεις δύο, συλλαβή και λαμβάνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δισύλλαβος τὸ δισύλλαβον
      γενική τοῦ/τῆς δισυλλάβου τοῦ δισυλλάβου
      δοτική τῷ/τῇ δισυλλάβ τῷ δισυλλάβ
    αιτιατική τὸν/τὴν δισύλλαβον τὸ δισύλλαβον
     κλητική ! δισύλλαβε δισύλλαβον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δισύλλαβοι τὰ δισύλλαβ
      γενική τῶν δισυλλάβων τῶν δισυλλάβων
      δοτική τοῖς/ταῖς δισυλλάβοις τοῖς δισυλλάβοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δισυλλάβους τὰ δισύλλαβ
     κλητική ! δισύλλαβοι δισύλλαβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δισυλλάβω τὼ δισυλλάβω
      γεν-δοτ τοῖν δισυλλάβοιν τοῖν δισυλλάβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δισύλλαβος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δι- + -σύλλαβος (αρχαία ελληνική συλλαβή)

  Επίθετο

επεξεργασία

δισύλλαβος, -ος, -ον

→ και δείτε τις λέξεις -σύλλαβος και συλλαβή