Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -σύλλαβος η -σύλλαβη το -σύλλαβο
      γενική του -σύλλαβου της -σύλλαβης του -σύλλαβου
    αιτιατική τον -σύλλαβο τη(ν) -σύλλαβη το -σύλλαβο
     κλητική -σύλλαβε -σύλλαβη -σύλλαβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -σύλλαβοι οι -σύλλαβες τα -σύλλαβα
      γενική των -σύλλαβων των -σύλλαβων των -σύλλαβων
    αιτιατική τους -σύλλαβους τις -σύλλαβες τα -σύλλαβα
     κλητική -σύλλαβοι -σύλλαβες -σύλλαβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-σύλλαβος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -σύλλαβος. Αναλύεται σε συλλαβ(ή) + -ος

  Επίθημα επεξεργασία

-σύλλαβος, -η, -ο

Σύνθετα επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-σύλλαβος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -σύλλαβος. Αναλύεται σε συλλαβ(ή) + -ος

  Επίθημα επεξεργασία

-σύλλαβος

Σύνθετα επεξεργασία




Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-σύλλαβος < συλλαβ(ή) + -ος

  Επίθημα επεξεργασία

-σύλλαβος, -η, -ον

Σύνθετα επεξεργασία