πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -σύλλαβος η -σύλλαβη το -σύλλαβο
      γενική του -σύλλαβου της -σύλλαβης του -σύλλαβου
    αιτιατική τον -σύλλαβο τη(ν) -σύλλαβη το -σύλλαβο
     κλητική -σύλλαβε -σύλλαβη -σύλλαβο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -σύλλαβοι οι -σύλλαβες τα -σύλλαβα
      γενική των -σύλλαβων των -σύλλαβων των -σύλλαβων
    αιτιατική τους -σύλλαβους τις -σύλλαβες τα -σύλλαβα
     κλητική -σύλλαβοι -σύλλαβες -σύλλαβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

-σύλλαβος, -η, -ο

Ετυμολογία

επεξεργασία
-σύλλαβος < συλλαβ(ή) + -ος

-σύλλαβος, -η, -ον