Δείτε επίσης: ὑπερδισύλλαβος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερδισύλλαβος η υπερδισύλλαβη το υπερδισύλλαβο
      γενική του υπερδισύλλαβου της υπερδισύλλαβης του υπερδισύλλαβου
    αιτιατική τον υπερδισύλλαβο την υπερδισύλλαβη το υπερδισύλλαβο
     κλητική υπερδισύλλαβε υπερδισύλλαβη υπερδισύλλαβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερδισύλλαβοι οι υπερδισύλλαβες τα υπερδισύλλαβα
      γενική των υπερδισύλλαβων των υπερδισύλλαβων των υπερδισύλλαβων
    αιτιατική τους υπερδισύλλαβους τις υπερδισύλλαβες τα υπερδισύλλαβα
     κλητική υπερδισύλλαβοι υπερδισύλλαβες υπερδισύλλαβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερδισύλλαβος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερδισύλλαβος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + δισύλλαβος (δι- + -σύλλαβος)

  Επίθετο επεξεργασία

υπερδισύλλαβος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη ὑπερδισύλλαβος
    ※  (καθαρεύουσα) Πάσα δε λέξις περιέχουσα πλειοτέρας συλλαβάς των δύω λέγεται υπερδισύλλαβος (Γραμματικής Κ.Μ. Κούμα το τεχνολογικόν, Εν Ιεροσολύμοις, εκ της Τυπογραφίας του Παναγίου Τάφου, 1853, σελ. 1 @books.goggle)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία