υπερδισύλλαβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερδισύλλαβος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερδισύλλαβος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + δισύλλαβος (δι- + -σύλλαβος)
Επίθετο επεξεργασία
υπερδισύλλαβος, -η, -ο
- (γραμματική) που έχει περισσότερες από δύο συλλαβές
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις δισύλλαβος, δύο και λαμβάνω
Σημειώσεις επεξεργασία
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη ὑπερδισύλλαβος
- ※ (καθαρεύουσα) Πάσα δε λέξις περιέχουσα πλειοτέρας συλλαβάς των δύω λέγεται υπερδισύλλαβος (Γραμματικής Κ.Μ. Κούμα το τεχνολογικόν, Εν Ιεροσολύμοις, εκ της Τυπογραφίας του Παναγίου Τάφου, 1853, σελ. 1 @books.goggle)
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερδισύλλαβος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υπερδισύλλαβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας