substantivo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- substantivo < substantiv- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | substantivo | substantivoj |
αιτιατική | substantivon | substantivojn |
substantivo (eo)
- το ουσιαστικό