Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /u.si.a.sti.ko.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ουσιαστικοποιώ

ουσιαστικοποιώ, αόρ.: ουσιαστικοποίησα, παθ.φωνή: ουσιαστικοποιούμαι, π.αόρ.: ουσιαστικοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ουσιαστικοποιημένος

  1. (γραμματική) μετατρέπω κάποιο μέρος λόγου σε ουσιαστικό
      Η λέξη «χημικός» είναι επίθετο στη φράση «χημικός τύπος», αλλά ουσιαστικοποιήθηκε στον όρο «η χημικός» (η καθηγήτρια χημείας).
      περισσότερα στο ουσιαστικοποιημένος
  2. (γενικότερα, κυριολεκτικά) προσδίδω σε κάτι ουσιαστική σημασία ή χαρακτήρα[2]

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ουσιαστικοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ουσιαστικοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)