ονοματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ονοματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ονοματοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
ονοματοποιημένος, -η, -ο
- (για λέξη που ανήκε προηγουμένως σε κάποιο άλλο μέρος του λόγου) που έχει μετατραπεί σε ουσιαστικό ή επίθετο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ονοματοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ονοματοποιημένος