Ουσιαστικό

επεξεργασία

sama (eu)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sama < sam + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sama samaj
αιτιατική saman samajn

sama (eo)

li laboras en la sama loko kie estas ŝia oficejo - δουλεύει στο ίδιο μέρος όπου είναι το γραφείο της