παραδομένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραδίδω, παραδίδομαι και παραδίνω, παραδίνομαι
Μετοχή επεξεργασία
παραδομένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παραδίδω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδομένος
|