Δείτε επίσης: θῦμα, θύμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θῆμᾰ τὰ θήμᾰτ
      γενική τοῦ θήμᾰτος τῶν θημᾰ́των
      δοτική τῷ θήμᾰτ τοῖς θήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ θῆμᾰ τὰ θήμᾰτ
     κλητική ! θῆμᾰ θήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  θημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θῆμα < θέμα θη- όπως στο τίθημι + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θῆμα ουδέτερο