θῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θῆμᾰ | τὰ | θήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | θήμᾰτος | τῶν | θημᾰ́των |
δοτική | τῷ | θήμᾰτῐ | τοῖς | θήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | θῆμᾰ | τὰ | θήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | θῆμᾰ | θήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθῆμα ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- θῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.