τίθημι ἄλοχον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατίθημί (τινα) ἄλοχόν (τινος)
- κάνω προξενιό σε κάποιον για να παντρευτεί, μεσολαβώ προκειμένου να παντρευτεί ένας άνδρας μια γυναίκα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 298 (297-299)
- ἀλλά μ᾽ ἔφασκες Ἀχιλλῆος θείοιο | κουριδίην ἄλοχον θήσειν, ἄξειν τ᾽ ἐνὶ νηυσὶν | ἐς Φθίην, δαίσειν δὲ γάμον μετὰ Μυρμιδόνεσσι.
- και νύμφην να με κάμεις | του Αχιλλέως μου ᾽λεγες, στην Φθίαν να με φέρεις | να γίνουν οι χαρές αυτού, που οικούν οι Μυρμιδόνες·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλά μ᾽ ἔφασκες Ἀχιλλῆος θείοιο | κουριδίην ἄλοχον θήσειν, ἄξειν τ᾽ ἐνὶ νηυσὶν | ἐς Φθίην, δαίσειν δὲ γάμον μετὰ Μυρμιδόνεσσι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 298 (297-299)
Πηγές
επεξεργασία- τίθημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τίθημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.