θῶκος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | θῶκος | θώκω | θῶκοι |
Γενική | θώκου | θώκοιν | θώκων |
Δοτική | θώκῳ | θώκοιν | θώκοις |
Αιτιατική | θῶκον | θώκω | θώκους |
Κλητική | θῶκε | θώκω | θῶκοι |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θῶκος αρσενικό
- ιωνικός τύπος του θᾶκος
- επικός τύπος του θᾶκος