τίθεμαι κότον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατίθεμαι (τινὶ) κότον
- τρέφω μίσος εναντίον κάποιου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 449 (448-449)
- οὐ μέν θην κάμετόν γε μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ | ὀλλῦσαι Τρῶας, τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε.
- θαρρώ, πολύ στον πόλεμον, όπου δοξάζοντ᾽ άνδρες, | τους Τρώας ν᾽ αφανίσετε, που φοβερά μισείτε.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὐ μέν θην κάμετόν γε μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ | ὀλλῦσαι Τρῶας, τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 449 (448-449)
Πηγές
επεξεργασία- τίθημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τίθημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.