↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θημών οἱ θημῶνες
      γενική τοῦ θημῶνος τῶν θημώνων
      δοτική τῷ θημῶν τοῖς θημῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν θημῶν τοὺς θημῶνᾰς
     κλητική ! θημών θημῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θημῶνε
γεν-δοτ τοῖν  θημώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θημών < θέμα θη- του τίθημι + -μών [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁ti

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θημών, -ῶνος αρσενικό

  1. σωρός
  2. θημωνιά

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «θημωνιά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.