Ετυμολογία

επεξεργασία
πόλεμον τίθεμαι < → δείτε τις λέξεις πόλεμον, πόλεμος, τίθημι και τίθεμαι

  Έκφραση

επεξεργασία

πόλεμον τίθεμαι

  • σταματώ τον πόλεμο
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 31.3
    οἱ δὲ Κορίνθιοι πυθόμενοι ταῦτα ἦλθον καὶ αὐτοὶ ἐς τὰς Ἀθήνας πρεσβευσόμενοι, ὅπως μὴ σφίσι πρὸς τῷ Κερκυραίων ναυτικῷ καὶ τὸ αὐτῶν προσγενόμενον ἐμπόδιον γένηται θέσθαι τὸν πόλεμον ᾗ βούλονται.
    Αλλά και οι Κορίνθιοι, όταν το έμαθαν, ήρθαν και αυτοί στην Αθήνα με πρεσβεία για να εμποδίσουν να βοηθήσει ο αθηναϊκός στόλος τον κερκυραϊκό, πράγμα που θα τους εμπόδιζε να τερματίσουν νικηφόρα τον πόλεμο.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr