conditional clause
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
conditional clause | conditional clauses |
Ετυμολογία
επεξεργασία- conditional clause < → δείτε τις λέξεις conditional και clause
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαconditional clause (en)
- (γραμματική) η υπόθεση, η υποθετική πρόταση, το πρώτο σκέλος ενός υποθετικού λόγου με δεύτερο την απόδοση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- conditional clause στην αγγλική Βικιπαίδεια