Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
conditional clause conditional clauses

  Ετυμολογία επεξεργασία

conditional clause < → δείτε τις λέξεις conditional και clause

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

conditional clause (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία