protasis
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
protasis | protases |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprotasis (en)
- (γραμματική) η υπόθεση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο conditional clause
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Protasis (linguistics) στην αγγλική Βικιπαίδεια