main clause
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
main clause | main clauses |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαmain clause (en)
- (γραμματική) συνώνυμο του independent clause
- (γραμματική) η απόδοση στον υποθετικό λόγο
ενικός | πληθυντικός |
main clause | main clauses |
main clause (en)