antecedent
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌæntɪˈsiːdənt/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
antecedent (en)
- το προηγούμενο
- (λογική) υπόθεση[1]
- ≠ αντώνυμα: consequent
- υπερώνυμο: material implication
- δείτε επίσης: antecedent (logic) στην αγγλική Βικιπαίδεια
ΕπίθετοΕπεξεργασία
antecedent (en)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- antecedent στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- ↑ Πατσάκης Νικόλαος, Παπαδάκης Γεώργιος (Ηράκλειο 2014), «Σύστημα για Επεξεργασία Λογικών Εκφράσεων, 11.9 Συνεπαγωγή και Ισοδυναμία (Material Implication and Equivalence)», σελ.42. Προσπέλαση 2020-03-01