ενικός         πληθυντικός  
topic topics

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

topic (en)

  • το θέμα, το αντικείμενο του ενδιαφέροντος μιας συζήτησης
    ⮡  the topic of a conversation - το θέμα μιας συνομιλίας
    ⮡  I am changing the topic.
    Αλλάζω θέμα.
    ⮡  I am getting off topic.
    Βγαίνω από το θέμα.
    ⮡  I am getting back on topic.
    Ξαναγυρίζω στο θέμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη subject