ονοματική φράση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαονοματική φράση θηλυκό
- (γραμματική) όνομα (ουσιαστικό, αντωνυμία κ.λπ.) με διάφορα μέρη του λόγου (άρθρο, επίθετο, αριθμητικό κ.λπ.) που το συνοδεύουν ή συμπληρώνουν τη σημασία του
Μεταφράσεις
επεξεργασία ονοματική φράση