nefnifall
Ισλανδικά (is)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαnefnifall (is) < nefna (ονομάζω, αναφέρω) + fall (πτώση)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnefnifall (is)
- η πτώση της ονομαστικής
nefnifall (is) < nefna (ονομάζω, αναφέρω) + fall (πτώση)
nefnifall (is)