αποδόσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδόσιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποδόσιμος (που αποκαθίσταται)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈðo.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δό‐σι‐μος
Επίθετο
επεξεργασίααποδόσιμος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αποδίδω και δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδόσιμος
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)